εὐφυεστάτης

εὐφυεστάτης
εὐφυής
well-grown
fem gen superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κρετιέν ντε Τρουά — (Chrétien de Troyes, Τρουά 1135; – 1183;). Γάλλος ποιητής. Μολονότι είχε επικρατήσει η άποψη ότι ήταν στρατιωτικός, το πιθανότερο είναι πως ήταν κληρικός. Διέμενε στην Αυλή της κόμισσας Μαρίας της Καμπανίας, της ευφυέστατης κόρης του Λουδοβίκου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”